- περίβλημα
- το, ΝΑ [περιβάλλω]νεοελλ.1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα»)2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία ενός χώρου3. κάλυμμα που σκεπάζει δακτυλιοειδή χώρο γύρω από τον κύλινδρο τής ατμομηχανής στον οποίο κυκλοφορεί ο ατμός τού λέβητα4. φρ. «περίβλημα πλοίου»ναυτ. εξωτερική επικάλυψη ενός σκάφους από επηγκενίδες ή μεταλλικά ελάσματα ώστε να εξασφαλιστεί η στεγανότητα τού πλοίου5. βοτ. άλλη ονομασία τού θεμελιώδους μεριστώματοςαρχ.1. αυτό με το οποίο περιβάλλει κανείς το σώμα του, ένδυμα («πολυτελέστατον ἐν τοῑς περσικοῑς περιβλήμασιν», Δημόκρ.)2. ονομασία ιδιαίτερου ενδύματος2. μεμβράνη3. περιφραγμένος χώρος4. περιτοίχισμα, οχύρωμα5. φρ. «τὰ ἐν Διονύσου περιβλήματα» — τα κοστούμια τών ηθοποιών (Μάξ. Τυρ.).
Dictionary of Greek. 2013.